- φυρτίζεσθαι
- Α(κατά τον Ησύχ.) «τὸ παίζειν συνεστραμμένοις φοροῑς τοῑς ἱματίοις».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω τού ρηματ. επιθ. φυρτός*, το οποίο απαντά μόνο ως β' συνθετικό (πρβλ. αἱμό-φυρτος), καθώς και στον τ. τού Ησύχ. φυρτοῖσιν·... συμπεφυρμένοις].
Dictionary of Greek. 2013.